- ιππιοχαιτης
- ἱππιοχαίτηςἱππιο-χαίτης-ου adj. украшенный конской гривой
(λόφος Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(λόφος Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ιππιοχαίτης — ἱππιοχαίτης, ὁ (Α) αυτός που αποτελείται από τρίχες αλόγου («λόφον ἱππιοχαίτην», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππιος + χαίτης (< χαίτη), πρβλ. κισσεο χαίτης, φυκιο χαίτης] … Dictionary of Greek
ἱππιοχαίτης — shaggy with horsehair masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππιοχαίτην — ἱππιοχαίτης shaggy with horsehair masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)